διπόδου

διπόδου
διπόδης
two feet long
gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διποδία — η 1. η ιδιότητα του δίποδου: Η διποδία είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανθρώπου. 2. (μετρ.), η ένωση δύο ποδών σε ένα μέτρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”